Υπήρξε μια εποχή - και δεν ήταν πολύ καιρό πριν, όταν οι δυτικές
οικονομίες υποδέχονταν με ενθουσιασμό την διαρκή πτώση των τιμών του πετρελαίου. Από τότε,
όμως, κύλησε αρκετό νερό στο αυλάκι και αυτό δεν φαίνεται πλέον να συμβαίνει.
Με τις τιμές του πετρελαίου σε μείωση σχεδόν κατά το ήμισυ
τους τελευταίους 12 μήνες και που συνεχίζονται ακόμη περισσότερο τους
τελευταίους 15 μήνες σε ένα από τα μεγαλύτερα και ταχύτερα κραχ των τιμών, το φαινόμενο τώρα θεωρείται από πολλούς ως
περισσότερο κατάρα από όσο ευλογία.
Κατά την άποψη μου, αυτό οφείλεται σε τρεις κυρίως λόγους,
που τους συνοψίζω με σειρά σπουδαιότητας.
Με τον τρόπο παραγωγής ενέργειας των ΗΠΑ, ιδιαίτερα από
σχιστόλιθο, η Δύση δεν είναι πλέον όσο και συνεπής εισαγωγέας όπως ήταν κάποτε.
Έτσι, ενώ οι καταναλωτές βρίσκονται σε σαφώς
καλύτερη θέση, τόσο στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, υπάρχουν άλλοι
τομείς, που δεν δείχνουν και πολύ ικανοποιημένοι. Αναφέρομαι στους παραγωγούς
και τις τράπεζες. Συνέπεια της μείωσης των τιμών, είναι συνεχόμενες μειώσεις εξόδων, καθώς εξατμίζονται τα κέρδη
αυτών των εταιρειών, απολύσεις εργαζομένων, απότομη περικοπή σε επενδυτικά
προγράμματα έρευνας και σε περίπτωση
υψηλής μόχλευσης που είχαν εταιρείες με χρέη κοντινής λήξης, μεγάλη οικονομική
πίεση. Η οικονομία, ενισχύεται από τους
καταναλωτές που είναι ακόμα ικανοί να διαθέσουν αλλού το απροσδόκητο κέρδος από
τη μείωση του κόστους σε αυτό τον τομέα, ενώ από την άλλη πλευρά, υπάρχουν – οι
περισσότεροι – εκείνοι, που θα ανασάνουν με ανακούφιση, καθώς θα δουν τα έξοδα
τους να μειώνονται, χωρίς όμως να διοχετεύσουν το πλεόνασμα αλλού, αντανακλώντας
κύρια λόγω της οικονομικής ανασφάλειας που συνδέεται με χρόνια χαμηλή οικονομική
ανάπτυξη και αναιμικούς μισθούς.
Όταν σκεφτόμαστε τις εξελίξεις του γενικού επιπέδου τιμών, η
κύρια εστίαση των οικονομιών της Δύσης, έχει μετατοπιστεί από το ιστορικό άγχος του
μεγάλου πληθωρισμού στις πιο πρόσφατες ανησυχίες για πολύ λίγο πληθωρισμό. Η πρόκληση της "low flation" – περίοδος
χαμηλών τιμών - στις Ηνωμένες Πολιτείες ενισχύεται από μια ολοκληρωτική απειλή πληθωρισμού
στην Ευρώπη. Όπως Mario Draghi, ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας,
επανέλαβε προ ημερών, η Ευρωπαϊκή πολιτική ανησυχεί από την απότομη πτώση των
τιμών του πετρελαίου, διότι εκτιμάται ότι θα τονίσουν - οι χαμηλές τιμές - αποπληθωριστικές
τάσεις και θα προκαλέσουν τους καταναλωτές να αναβάλλουν τις αγορές τους, εν
αναμονή των ακόμη πιο χαμηλών τιμών στο μέλλον.
Ο άναρχος τρόπος με τον οποίο οι τιμές έχουν μειωθεί
χαρακτηρίστηκε και από τα επίπεδα στα οποία έχουν πέσει. Αυτό, έχει μεταδώσει
μια ώθηση μεταβλητότητα στις χρηματοπιστωτικές αγορές στο σύνολό τους και την
Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ σε αποσύνδεση από άλλες κεντρικές τράπεζες με την οψιόν
των επί μέρους επιλογών. Έτσι, οι αγορές να μην αισθάνονται ως προστατευμένες από κεντρικές τράπεζες όπως έκαναν κάποτε. Το
αποτέλεσμα είναι μια περίοδο χρηματοπιστωτικής αστάθειας, μετάβαση από χαμηλής
μεταβλητότητας καθεστώς, λόγω αποτελεσματικής πολιτικής της Κεντρικής Τράπεζας,
σε ένα υψηλότερης μεταβλητότητας, όπου η
επίδραση ενισχύεται από την έλλειψη ρευστότητας της αγοράς. Με αυτό, υπάρχει
αυξημένος κίνδυνος να μολυνθεί η πραγματική οικονομική δραστηριότητα, κάτι που
επιτείνεται από το ενδεχόμενο ορισμένες τράπεζες να είναι υπερβολικά
εκτεθειμένες.
Με την πάροδο του χρόνου, ωστόσο, ο αντίκτυπος από τις χαμηλότερες τιμές του πετρελαίου είναι
πιθανό να ισορροπηθεί . Αυτό, θα το ‘αναλάβουν’ οι πιο προηγμένες οικονομίες
καθώς και ορισμένες από τις αναδυόμενες χώρες. Εκεί, όπου οι καταναλωτικές
δυνατότητες θα μετακυλήσουν τα απροσδόκητα κέρδη σε αυξημένες οικονομικές
δραστηριότητες. Αυτό, θα μπορούσε να είναι μια πρώτης τάξεως εναλλακτική λύση,
για το δικό μας θέμα. Δεν είναι δύσκολο άλλως τε να το δει κανείς. Με την
τόνωση της αγοραστικής δύναμης του καταναλωτικού κοινού, ο πλούτος θα
μετακινηθεί δια της διασποράς. Με ότι αυτό συνεπάγεται.
Τώρα, όσο αφορά στα δικά μας σχετικά με τη διαμόρφωση των
τιμών του πετρελαίου, πρώτο αντίκτυπο – αρνητικό, ήταν η εγκατάλειψη των project έρευνας
για υδρογονάνθρακες σε Ιόνιο και Κρήτη. Το αρχικά μεγάλο ενδιαφέρον των
κολοσσών του κλάδου, μεταφράστηκε σε αδιαφορία. Το ίδιο έγινε και στον
αντίστοιχο τομέα του φυσικού αερίου – αγωγοί Tap και IGB, ενώ υπάρχουν προβληματισμοί για την
τύχη της ΔΕΣΦΑ και το ενδιαφέρον των Αζέρων.
Μπορεί οι χαμηλές τιμές του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές
να είναι καλοδεχούμενες, καθώς μειώνονται και οι τιμές λιανικής, σε εθνικό
επίπεδο όμως προκαλείται προβληματισμός. Ελπίζω, η μπίλια να κάτσει εκεί που
πρέπει και να μείνουμε όλοι ευχαριστημένοι.
Δημήτρης Καραγεωργίου
Δημήτρης Καραγεωργίου